- αμαδάς
- οαυτός που ρίχνει την αμάδα κατά το παιχνίδι αμάδες (βλ. αμάδα).[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάδα + παραγ. κατάλ. -άς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμάδα — η 1. μικρή επίπεδη πέτρα σε σχήμα δίσκου που παίζεται στο παιχνίδι αμάδες 2. στον πληθ. οι αμάδες α) είδος παιχνιδιού β) «τις αμάδες θα παίξουμε;». [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικά με το ουσ. σαμάδα < σημάδα, παράλλ. τ. τής λ. σημάδι «ο… … Dictionary of Greek